- χωματαπόπατος
- ο, Ναπόπατος στον οποίο τα κόπρανα καλύπτονται κατά διαστήματα με χώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + απόπατος. Η λ., στον πληθ. χωματαπόπατοι, μαρτυρείται από το 1893 στον Ν. Β. Σαλίβερο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.